βαθμός

βαθμός
Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στην τεχνική και στην επιστημονική γλώσσα για να δείξει, χωρίς αξιώσεις επιστημονικής ακριβολογίας, το πόσο εντατικό εμφανίζεται ένα φαινόμενο (π.χ. το τάδε υλικό είναι σε μεγάλο βαθμό ανθεκτικό στη κάμψη). Η ίδια λέξη χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένων μονάδων μέτρησης: π.χ. το εκατοστό της ορθής γωνίας ονομάζεται βαθμός (λέμε, π.χ., γωνία 48 βαθμών). Η μονάδα αυτή διαιρείται σε δέκατα, εκατοστά κλπ. Επίσης, η λέξη βαθμός χρησιμοποιείται στην άλγεβρα: π.χ. το μονώνυμο 2x2 είναι δεύτερου βαθμού, το πολυώνυμο 2x3 + 3x + 1 είναι τρίτου βαθμού ως προς x, πρώτου ως προς ψ, τέταρτου ως προς x και ψ κλπ. (Μηχαν.) Χαρακτηρίζεται ως β. ελευθερίας ενός συστήματος ο ολικός αριθμός των ανεξάρτητων παραμέτρων, που είναι αναγκαίες για να χαρακτηρίσουν τη θέση του συστήματος. (Φυσ.) Στη φυσική οι όροι β. Κελσίου, Φαρενάιτ, Ρεομίρου, Κέλβιν δηλώνουν διάφορες μονάδες μέτρησης της θερμοκρασίας σε διάφορες θερμομετρικές κλίμακες.
* * *
ο (AM βαθμός)
1. αξίωμα σε ιεραρχική κλίμακα
2. το σημείο όπου βρίσκεται ή φθάνει κάποιος
3. μέτρο για τη δήλωση συγγενικής σχέσης
νεοελλ.
1. μέτρο επίδοσης εξεταζόμενων
2. οποιαδήποτε υποδιαίρεση μιας κλίμακας
3. μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με την επίκεντρη γωνία που βαίνει στο 1 / 400 του κύκλου
4. η θέση που κατέχει ο στρατιωτικός (αξιωματικός ή υπαξιωματικός) στην κλίμακα της στρατιωτικής ιεραρχίας
5. φρ. «βαθμός ελευθερίας» — οποιαδήποτε από τις ανεξάρτητες ποσότητες που είναι απαραίτητες για να εκφράσουν τις τιμές όλων των μεταβλητών ιδιοτήτων ενός συστήματος
αρχ.
1. σκαλοπάτι, κατώφλι
2. υποδιαίρεση στο ηλιακό ρολόι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του βαίνω + (επίθημα) -θμός (πρβλ. ρυθμός, σταθμός κ.ά.).
ΠΑΡ. βαθμηδόν, βαθμίδα (-ίς)
νεοελλ.
βαθμιαίος.
ΣΥΝΘ. αναβαθμός αρχ. βαθμοειδής
νεοελλ.
βαθμολόγος, βαθμομετρώ, βαθμονομώ, βαθμούχος, βαθμοφόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βαθμός — step masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθμός — ο 1. καθεμιά υποδιαίρεση στην κλίμακα διάφορων επιστημονικών οργάνων: Το χειμώνα το θερμόμετρο δείχνει έως δέκα βαθμούς κάτω από το μηδέν σ’ αυτήν την περιοχή. 2. θέση σε ένα σύστημα αξιωμάτων ή σε μια ιεραρχία: Ο βαθμός του στρατηγού είναι ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόδοσης, βαθμός — Αριθμός αδιάστατος, μικρότερος της μονάδας, που εκφράζει τον λόγο μεταξύ δύο φυσικών μεγεθών που μετριούνται με την ίδια μονάδα μέτρησης. O αριθμητής αντιπροσωπεύει το ωφέλιμο μέγεθος, ενώ o παρονομαστής το διαθέσιμο μέγεθος. Στον τεχνικό… …   Dictionary of Greek

  • αφιερωμένοι — Βαθμός στην οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας. Ο βαθμός αυτός καθιερώθηκε από την Ανωτάτη Αρχή της Εταιρείας γιατί θεωρήθηκε σκόπιμο, από τη μια μεριά, να τιμηθούν ορισμένα μέλη της και, από την άλλη, να δοθεί σε αυτά το ηθικό κίνητρο, για να… …   Dictionary of Greek

  • βαθμοῖν — βαθμός step masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθμοῖο — βαθμός step masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθμοῖς — βαθμός step masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθμοῖσιν — βαθμός step masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθμοί — βαθμός step masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθμοῦ — βαθμός step masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”